κρήδεσμον

κρήδεσμον
κρήδεσμον· κεφαλόδεσμον, Hsch. [full] κρηῆναι, [full] κρήηνον,
A v. κραίνω. [full] κρηθεῖν· κακολογεῖν, Id. [full] κρῆθεν, Adv., v. κράς 11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρήδεσμον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κεφαλόδεσμον». [ΕΤΥΜΟΛ. < κρή δεσμον το α συνθετικό κρη ανάγεται πιθ. στη λ. κάρα «κεφάλι» (πρβλ. και κρήδεμνον) και το β συνθετικό δεσμον < δέω «δένω»] …   Dictionary of Greek

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”