κρήδεσμον
Look at other dictionaries:
κρήδεσμον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κεφαλόδεσμον». [ΕΤΥΜΟΛ. < κρή δεσμον το α συνθετικό κρη ανάγεται πιθ. στη λ. κάρα «κεφάλι» (πρβλ. και κρήδεμνον) και το β συνθετικό δεσμον < δέω «δένω»] … Dictionary of Greek
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek